- επιθαλάμιος
- ος , ον свадебный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐπιθαλάμιος — belonging to a bridal masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθαλάμιον — ἐπιθαλάμιος belonging to a bridal masc/fem acc sg ἐπιθαλάμιος belonging to a bridal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθαλαμίοις — ἐπιθαλάμιος belonging to a bridal masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθαλαμίου — ἐπιθαλάμιος belonging to a bridal masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθαλαμίους — ἐπιθαλάμιος belonging to a bridal masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθαλαμίων — ἐπιθαλάμιος belonging to a bridal masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθαλαμίῳ — ἐπιθαλάμιος belonging to a bridal masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθαλάμια — ἐπιθαλάμιος belonging to a bridal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθαλάμιοι — ἐπιθαλάμιος belonging to a bridal masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιθαλάμιο — το (AM ἐπιθαλάμιος, ον) μσν. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιθαλάμιο(ν) το νυφικό τραγούδι που τραγουδούνταν ομαδικά έξω από το νυφικό δωμάτιο μετά τη γαμήλια τελετή αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νυφικό θάλαμο, ο γαμήλιος 2. (το αρσ. ή … Dictionary of Greek
Полидевк — (Πολυδεύκης, Julius Pollux) из египетского города Навкратиса, ученик ритора Адриана, известный лексикограф и софист второго века по Р. Хр. Пользовался расположением императора Коммода (180 192), благодаря которому получил кафедру софистики в… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона